βλαστῶ

βλαστῶ
βλαστάω
bring forth
pres imperat mp 2nd sg
βλαστάω
bring forth
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
βλαστάω
bring forth
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
βλαστάω
bring forth
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
βλαστάω
bring forth
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
βλαστάω
bring forth
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
βλαστόν
neut gen sg (doric aeolic)
βλαστός
shoot
masc gen sg (doric aeolic)
βλαστόω
pres subj act 1st sg
βλαστόω
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βλαστώ — (I) ( άω) βλ. βλαστάνω. (II) ( έω) βλ. βλαστάνω. (III) ( όω) βλ. βλαστάνω …   Dictionary of Greek

  • βλαστῷ — βλαστάω bring forth pres opt act 3rd sg βλαστόν neut dat sg βλαστός shoot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαστῶι — βλαστῷ , βλαστάω bring forth pres opt act 3rd sg βλαστῷ , βλαστόν neut dat sg βλαστῷ , βλαστός shoot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαστώνω — [βλαστώ] βλαστάνω, αναπτύσσομαι …   Dictionary of Greek

  • βλαστάνω — και βλασταίνω και βλαστίζω (AM βλαστάνω, Α και βλαστώ, άω και βλαστώ, έω και βλαστώ, όω) 1. αποκτώ βλαστούς, πετάω βλαστάρια 2. γεννιέμαι 3. φυτρώνω, εμφανίζομαι αρχ. κάνω να βλαστήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Από το θ. του αορ. έβλαστον,… …   Dictionary of Greek

  • άβλαστος — η, ο (Α ἄβλαστος, ον) [βλαστῶ] 1. αυτός που δεν βλάστησε 2. (για τόπο) αυτός που δεν έχει βλάστηση, ο ολωσδιόλου άγονος …   Dictionary of Greek

  • αναβλαστώ — ἀναβλαστῶ ( έω) (Α) αναβλαστάνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλαστῶ] …   Dictionary of Greek

  • καρποβλαστώ — καρποβλαστῶ, έω (Μ) κάνω κάτι να καρποφορήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βλαστῶ] …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”