βλαστώ — (I) ( άω) βλ. βλαστάνω. (II) ( έω) βλ. βλαστάνω. (III) ( όω) βλ. βλαστάνω … Dictionary of Greek
βλαστῷ — βλαστάω bring forth pres opt act 3rd sg βλαστόν neut dat sg βλαστός shoot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστῶι — βλαστῷ , βλαστάω bring forth pres opt act 3rd sg βλαστῷ , βλαστόν neut dat sg βλαστῷ , βλαστός shoot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστώνω — [βλαστώ] βλαστάνω, αναπτύσσομαι … Dictionary of Greek
βλαστάνω — και βλασταίνω και βλαστίζω (AM βλαστάνω, Α και βλαστώ, άω και βλαστώ, έω και βλαστώ, όω) 1. αποκτώ βλαστούς, πετάω βλαστάρια 2. γεννιέμαι 3. φυτρώνω, εμφανίζομαι αρχ. κάνω να βλαστήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Από το θ. του αορ. έβλαστον,… … Dictionary of Greek
άβλαστος — η, ο (Α ἄβλαστος, ον) [βλαστῶ] 1. αυτός που δεν βλάστησε 2. (για τόπο) αυτός που δεν έχει βλάστηση, ο ολωσδιόλου άγονος … Dictionary of Greek
αναβλαστώ — ἀναβλαστῶ ( έω) (Α) αναβλαστάνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλαστῶ] … Dictionary of Greek
καρποβλαστώ — καρποβλαστῶ, έω (Μ) κάνω κάτι να καρποφορήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βλαστῶ] … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek